- λαδομπογιάτισμα
- το окраска масляной краской
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαδομπογιάτισμα — το [λαδομπογιατίζω] ελαιοχρωματισμός … Dictionary of Greek
ελαιοχρωματισμός — ο το βάψιμο με ελαιοχρώματα, το λαδομπογιάτισμα … Dictionary of Greek